- στιλβαδάμας
- -αντος, ο, Νδιαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω «λάμπω, ακτινοβολώ» + αδάμας «διαμάντι», απόδοση στην ελλ. τού ιταλ. brillante (βλ. λ. μπριλάντι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.